Τὰ ἔξω ὀφθαλμῶν, ἔξω φρενῶν… — См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
εξωφρενικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται από άνθρωπο έξω φρενών ή που δεν μπορεί να κατανοηθεί από τις «φρένες» λογικού ανθρώπου («εξωφρενικές ενέργειες») 2. αυτός που κάνει κάποιον έξω φρενών, που προκαλεί αγανάκτηση («εξωφρενική κατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω … Dictionary of Greek
πανέκφρων — ον, Μ ο από κάθε άποψη έξω φρενών, έξαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔκφρων «έξω φρενών, παράφρων»] … Dictionary of Greek
φρενιάζω — Ν 1. (μτβ.) κάνω κάποιον έξω φρενών, εξοργίζω, δαιμονίζω 2. (αμτβ.) α) γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, δαιμονίζομαι β) κάνω πολύ θόρυβο γ) είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία («πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή»,… … Dictionary of Greek
εξωφρενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που γίνεται από άνθρωπο ο οποίος είναι έξω φρενών, παράλογος, αλόγιστος, ασυλλόγιστος: Εξωφρενικές ενέργειες. 2. ο ικανός να κάνει κάποιον έξω φρενών, να προκαλέσει μανία ή αγανάκτηση: Η κατάσταση εδώ μέσα είναι εξωφρενική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρτουνιάζω — φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ πρόσωπο 1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός). 2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενιάζω — φρένιασα, φρενιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω κάποιον πολύ, τον δαιμονίζω, τον κάνω έξω φρενών: Ηρωδιάς...του Γιοχαννάν την κατάρα γρικάει που τη φρενιάζει (Ι. Γρυπάρης). 2. αμτβ., γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών, με πιάνει μανία, δαιμονίζομαι, θυμώνω πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… … Dictionary of Greek